- γεννώμενοι
- γεννάωbeget: pres part mp masc nom /voc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
γεννώμενοι — γεννάω beget pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπήμεροι — λιπήμεροι, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ ἐν τῷ προσήκοντι χρόνῳ μὴ γεννώμενοι». [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. εφ ήμερος, υπερ ήμερος] … Dictionary of Greek